- εὔζωος
- εὔζωοςliving longmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύζωος — εὔζωος, ον (ΑΜ) μσν. ζωτικός, ζωτικής σημασίας μσν. αρχ. 1. αυτός που ζει πολλά χρόνια, ο μακροχρόνιος 2. (για χώρα ή τόπο) αυτός που τρέφει άφθονα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωή ή ζώον] … Dictionary of Greek
εὔζωον — εὔζωος living long masc/fem acc sg εὔζωος living long neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐζωότερα — εὔζωος living long neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐζώου — εὔζωος living long masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔζωα — εὔζωος living long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευζωία — η (ΑΜ εὐζωΐα, Α ποιητ. τ. εὐζῴα και εὐζωά) [εύζωος] καλή, άνετη ζωή, καλοπέραση («μὴ ἔχειν πόρον εὐζωΐας» το να στερείται, να τού λείπουν οι ανέσεις) … Dictionary of Greek
ευζωώ — εὐζωῶ, έω (ΑΜ) [εύζωος] ζω καλά, περνώ άνετη ζωή … Dictionary of Greek
ԲԱՐԵԿԵԱՑ — (կեցի, ցաց.) NBH 1 450 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c ա. εὕζωος bene vivens Որ բարւոք կեայ ըստ աշխարհի. եւ այն ինչ՝ որով լինի հանգստեամբ կեալ ʼի կենցաղումս. աղէկ ապրօղ կամ ապրելու. ... *Բարեկեաց շատակեաց կենօքս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)